EDVAC
O EDVAC (Electronic Discrete Variable Automatic Computer) υπήρξε ο διάδοχος του ENIAC. Η εξέλιξή του ξεκίνησε πριν ακόμη την ολοκλήρωση του ENIAC και μπήκε σε λειτουργία το 1949. Κατασκευασμένος από την ίδια ομάδα που σχεδίασε τον ENIAC (Έκερτ και Μόχλι), ο EDVAC διαφέρει σε σχέση με τον προκάτοχό του από το γεγονός ότι είναι δυαδικός και μπορεί να αποθηκεύσει προγράμματα.
Ο EDVAC ήταν ο πρώτος υπολογιστής που αποθήκευε το πρόγραμμα στη μνήμη. Μία μεγάλη πρόοδος σε σχέση με τον ENIAC. Κατασκευαστικά αποτελούνταν από 6.000 λυχνίες και 2.000 διόδους, δαπανώντας 56 KWatt ηλεκτρικής ισχύος. Η κεντρική μνήμη αποτελούνταν από δύο σετ των 64 γραμμών καθυστέρησης υδραργύρου, με την κάθε μία να έχει χωρητικότητα 8 λέξεων. Συνολικά δηλαδή από 512 λέξεις το κάθε σετ. Πρόκειται για έναν πρώιμο τύπο μνήμης που λειτουργούσε με μετάδοση ακουστικού σήματος, για να συγχρονίσει τη μεταφορά της πληροφορίας με το ρολόι του υπολογιστή. Ο συγκεκριμένος τύπος, με χρήση υδραργύρου, επινοήθηκε από τον Έκερτ και ο EDVAC ήταν ο πρώτος υπολογιστής που την αξιοποίησε. Κατασκευάστηκε με γνώμονα την οικονομία, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη, ενώ επιπλέον δημιουργούσε προβλήματα στους τεχνικούς συντήρησης, καθώς απαιτούσε υψηλές θερμοκρασίες για τη σωστή λειτουργία της.

Ο John von Neumann δίπλα στον EDVAC. O σπουδαίος Ούγγρος μαθηματικός υπήρξε σύμβουλος στο σχεδιασμό του υπολογιστή.
Το μεγάλο μειονέκτημα του EDVAC υπήρξε ο υψηλός εργασιακός φόρτος των τεχνικών του, καθώς ο προγραμματισμός του απαιτούσε τη χειροκίνητη ρύθμιση πολλών διακοπτών και αλλαγές στην καλωδίωση.
Όπως και ο προκάτοχός του, έτσι και ο EDVAC χρησιμοποιήθηκε για τους υπολογισμούς στις τροχιές των βαλλιστικών πυραύλων. Μπορούσε να εκτελέσει τις τέσσερις βασικές αριθμητικές πράξεις (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση) σε χρόνους που κυμαίνονταν από 860 msec (πρόσθεση) έως 2.900 msec (πολ/μος).
Η εξέλιξή του, που ξεκίνησε πριν ακόμη την ολοκλήρωση του ENIAC, πήρε αρκετά χρόνια, αυξάνοντας πέντε φορές τον αρχικό προϋπολογισμό (από 100.000 σε 500.000 δολάρια). Ενώ μάλιστα είχε εγκατασταθεί από το 1949 στο Εργαστήριο Βαλλιστικών Ερευνών (Ballistic Research Laboratory), έως και το 1952 παρέμενε υπολειτουργικός. Στο πέρασμα των χρόνων βελτιώθηκε τεχνικά και ενισχύθηκε με νεότερα υποσυστήματα: το 1953 τοποθετήθηκε αναγνώστης καρτών, το 1954 πενταπλασιάστηκε η μνήμη του με χρήση του -σημαντικά πιο αργού- τύπου μαγνητικού τυμπάνου και το 1958 απέκτησε επιπρόσθετη μονάδα υπολογισμού πράξεων κινητής υποδιαστολής. Συνέχισε να λειτουργεί έως και το 1961,έχοντας καταφέρει να είναι ιδιαίτερα αξιόπιστος, με μέσο χρόνο εμφάνισης σφάλματος τις 8 ώρες.
Αφήστε μια απάντηση